ξεγόφιασμα

ξεγόφιασμα
το, -ατος
1. το βγάλσιμο του γοφού.
2. μτφ., η υπερβολική κούραση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεγόφιασμα — και ξεγκόφιασμα, το [ξεγοφιάζω] 1. η εξάρθρωση τού γοφού 2. μτφ. υπερβολική κούραση που προκαλεί πόνο και δυσκαμψία τών γοφών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”